- θηριομορφία
- η (Α θηριομορφία) [θηριόμορφος]1. η ιδιότητα τού θηριόμορφου, το να έχει κάποιος μορφή θηρίου2. ιατρ. τερατολογική ομοιότητα με ζώα κατώτερων τάξεων που παρατηρείται σε ανθρώπους και θηλαστικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek
θηρομορφία — θηρομορφία, ἡ (Α) θηριομορφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μορφία (< μορφος < μορφή), πρβλ. δυσ μορφία, ομοιο μορφία] … Dictionary of Greek
ԳԱԶԱՆԱԿԵՐՊՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0521 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. θηριομορφία ferina forma Կերպարան գազանի. եւ Երեւումն ʼի նմանութիւն գազանաց. *Առիւծուց գազանակերպութիւն տպաւորեալ: Այլ եւ գազանակերպութիւնս դնեն նմա: Երկնայնոցն իմացութեանց սրբազնատիպ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)